Dictionary of Greek. 2013.
οσιριακός — ὀσιριακός, ή, όν (Α, Μ ανωμ. θηλ. ὀσιριάς, άδος) [Όσιρις] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Όσιρι … Dictionary of Greek